- προσεξαίρειν
- πρόσ-ἐξαίρωlift uppres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεξαιρώ — έω, Α [ἐξαιρῶ] 1. κυριεύω, καταλαμβάνω κάτι επί πλέον («προσεξαιρεῑν φρούριον», Ιώσ.) 2. καταστρέφω επιπροσθέτως 3. μέσ. προσεξαιροῡμαι, έομαι επιλέγω για τον εαυτό μου κάτι επιπροσθέτως («γυναῑκα ἕκαστος μίαν προσεξαιρέετο τὴν ἐβούλετο», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek